χωματεπιμελητής

χωματεπιμελητής
ὁ, Α
επόπτης συντήρησης τών φραγμάτων και καλής λειτουργίας τών διωρύγων τού Νείλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώμα, χώματος + ἐπιμελητής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χωματεπιστάτης — ὁ, Α ο χωματεπιμελητής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χῶμα, χώματος + ἐπιστάτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”